- αναλόγι(ον)
- τό1) пюпитр; пульт;
αναλόγι(ον) του μαέστρου — дирижёрский пульт;
2) церк, аналой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλόγι(ον) του μαέστρου — дирижёрский пульт;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
аналогий — аналой, налой наклонный столик для чтения стоя в православной церкви , из ср. греч. ἀναλόγι(ον); см. Фасмер, ИОРЯС 12,2, 220; Гр. сл. эт. 31. •• [Ср. еще Исаченко, ZfS, 2, 1957, стр. 504. – Т.] … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
анало́гия — и, ж. 1. Сходство в каком л. отношении между предметами или явлениями. Полная аналогия. Частичная аналогия. 2. лог. Форма умозаключения, когда на основании сходства двух предметов, явлений в каком л. отношении делается вывод об их сходстве в… … Малый академический словарь
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… … Dictionary of Greek
προσκυνητάρι — το 1. βιβλίο με περιγραφές ιερών προσκυνημάτων. 2. αναλόγι, θέση όπου τοποθετείται μια εικόνα αγίου σε ναό και κτίσμα ανάλογο στο ύπαιθρο: Στο δάσος μέσα τ άγιο τους θα βρεις προσκυνητάρι (Πορφύρας). 3. ειδικό έπιπλο όπου γονατίζουν οι καθολικοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)